-
1 μεσοπαγής
A fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος drove it in up to the middle, Il.21.172:—Aristarch. preferred the v.l. [full] μεσσοπαλές, quivering up to the middle (cf. Hsch.); but it is doubtful whether - παλές could mean quivering, and μεσσοπαγής is found in late Poets, as Nonn.D.1.233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπαγής
См. также в других словарях:
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek